- διέγερση
- H πράξη και το αποτέλεσμα του διεγείρω· η παρόρμηση, η τόνωση, η έξαψη, η παρόξυνση.
(Φυσ.) Διαδικασία κατά την οποία ένα ηλεκτρόνιο, συνδεδεμένο με ένα άτομο, αποκτά αρκετή ενέργεια για να μετακινηθεί από μία χαμηλότερη σε μία υψηλότερη τροχιά, χωρίς όμως να απομακρυνθεί από το άτομο. Τότε λέμε ότι το άτομο βρίσκεται σε διεγερμένη κατάσταση. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα ασταθή κατάσταση του ατόμου, πολύ μικρής χρονικής διάρκειας (της τάξης των νανοδευτερολέπτων). Ένα άτομο μπορεί να διεγερθεί με δύο τρόπους: α) Με κρούση, οπότε ένα σωμάτιο, όπως το ελεύθερο ηλεκτρόνιο, συγκρούεται με το άτομο, με αποτέλεσμα να μεταφερθεί ένα μέρος της ενέργειάς του σε αυτό. Αν αυτή η ενέργεια αντιστοιχεί ακριβώς στη διαφορά ενέργειας μεταξύ δύο ενεργειακών σταθμών, το άτομο διεγείρεται. Στη συνέχεια το άτομο επιστρέφει γρήγορα σε μια χαμηλότερη ενεργειακή στάθμη, συνήθως στη θεμελιώδη του κατάσταση, αφού περάσει πιθανώς από πολλές ενδιάμεσες στάθμες. Κατά τη διάρκεια αυτών των μεταπτώσεων εκπέμπεται το πλεόνασμα της ενέργειάς του υπό μορφή φωτονίων, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα γραμμικό φάσμα εκπομπής. Οι ενέργειες των φωτονίων είναι ίσες με τις διαφορές ενέργειας ανάμεσα στις στάθμες μετάπτωσης. β) Με ακτινοβολία, οπότε το άτομο απορροφά ένα φωτόνιο ακτινοβολίας. Η ενέργεια του φωτονίου πρέπει να αντιστοιχεί ακριβώς στη διαφορά ενέργειας ανάμεσα σε δύο ενεργειακές στάθμες. Η διαδικασία αυτή δημιουργεί μία γραμμή απορρόφησης στο φάσμα και εκπέμπει, όπως πριν, φωτόνια. Επειδή τα φωτόνια μπορεί να εκπέμπονται προς οποιαδήποτε διεύθυνση και να έχουν διαφορετικές (μικρότερες) ενέργειες από το φωτόνιο που απορροφήθηκε, η γραμμή απορρόφησης κυριαρχεί σε ολόκληρο το φάσμα.
ενέργεια δ. Η ενέργεια που απαιτείται για τη μετάβαση ενός ατόμου ή μορίου από μία ενεργειακή στάθμη σε μία υψηλότερη ενεργειακή στάθμη. Η ενέργεια δ. ισούται με τη διαφορά ενέργειας των δύο σταθμών και είναι συνήθως η ενεργειακή διαφορά μεταξύ της θεμελιώδους κατάστασης ενός ατόμου και μιας καθορισμένης διεγερμένης κατάστασης. Ονομάζεται επίσης και κρίσιμο δυναμικό.
συνάρτηση δ.Η αντιστοιχία ανάμεσα στην τιμή της ενεργούς διατομής μιας αντίδρασης μεταξύ δύο σωματίων και της ενέργειας του προσπίπτοντος σωματίου. Για να εκφραστεί η συνάρτηση δ. χαράσσουμε μία καμπύλη δ. που δίνει την τιμή της συνάρτησης για κάθε τιμή της ενέργειας. Ο όρος χρησιμοποιείται ιδιαίτερα για αντιδράσεις που δημιουργούνται από φωτόνια και οφείλει την ονομασία του στο γεγονός ότι οι ακτίνες γάμμα, που είναι φωτόνια, μπορούν να διεγείρουν έναν πυρήνα, να τον κάνουν δηλαδή να μεταπηδήσει σε μια υψηλότερη στάθμη ενέργειας (διεγερμένη στάθμη). Η επιβολή περιορισμών στις καμπύλες δ. των πυρήνων επέτρεψε τον καθορισμό των τιμών των ενεργειών για διάφορες διεγερμένες στάθμες του ίδιου πυρήνα. Πράγματι, σε καθεμία από αυτές τις στάθμες αντιστοιχεί μία μεγάλη ενεργός διατομή, που εμφανίζεται ως μία κορυφή στην καμπύλη δ. Από τη μελέτη των καμπυλών δ. μπορούμε να πάρουμε πληροφορίες για τη δομή του πυρήνα.
* * *η (AM διέγερσις) [διεγείρω]1. το να διεγείρει κάποιος κάποιον ή κάτι ή το να έχει διεγερθεί κάποιος ή κάτι2. εξέγερση, εξανάσταση3. παρακίνηση, παρόρμησημσν.- νεοελλ.στύση τού αιδοίουνεοελλ.1. αναζωπύρηση, το να ξαναζωντανεύει κάτι2. παράφορα, αφηνιασμός, αποχαλίνωση3. ερεθισμός, έξαψη4. εχθρική εξέγερση εναντίον κάποιου.
Dictionary of Greek. 2013.